- ὑποδρομή
- ὑποδρομήrunning underfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδρομή — ἡ, Α 1. τρέξιμο κάτω από κάτι ή τρέξιμο στην πορεία ενός άλλου πράγματος («αἱ σελήνης ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑποδρομαί», Κλεομήδ.) 2. υπόγεια οδός 3. κατάσκιος δρόμος, κατάλληλος για να τρέξει κανείς 4. μτφ. δουλοπρέπεια 5. ὑπόδρομος* (Ι) 6. φρ. «ὑποδρομὴ … Dictionary of Greek
ὑποδρομῇ — ὑποδρομέω pres subj mp 2nd sg ὑποδρομέω pres ind mp 2nd sg ὑποδρομέω pres subj act 3rd sg ὑποδρομή running under fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρομαῖς — ὑποδρομή running under fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρομαί — ὑποδρομή running under fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρομήν — ὑποδρομή running under fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
ὑποδρομάς — ὑποδρομά̱ς , ὑποδρομή running under fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρομῆς — ὑποδρομέω pres ind act 2nd sg (doric) ὑποδρομή running under fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδρομῶν — ὑποδρομέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) ὑποδρομή running under fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)